- παιωνίζονται
- παιωνίζωchant the paeanpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιωνίζω — (Α) [παιών] 1. ψάλλω παιάνα ή επινίκιο ύμνο, παιανίζω 2. τιμώ κάποιον ψάλλοντας παιάνα («τὸν θάνατον μόνοι ἀνθρώπων παιωνίζονται», Φιλόστρ.) … Dictionary of Greek